Διπολική διαταραχή και διατροφή
Η Διπολική Διαταραχή ή Μανιοκατάθλιψη αποτελεί μια ψυχική νόσο που χαρακτηρίζεται από ακραίες αλλαγές της διάθεσης. Ως κύριοι πυλώνες θεραπείας είναι η ψυχοθεραπεία και η φαρμακευτική αγωγή. Ποιος είναι ο ρόλος της διατροφής στην ίαση της ασθένειας αυτής;
Πρέπει να αναφέρουμε ότι τα άτομα με διπολική διαταραχή βιώνουν επεισόδια ανεβασμένης ή ευερέθιστης διάθεσης γνωστά ως «μανία» εναλλασσόμενα με επεισόδια κατάθλιψης. Αυτά τα επεισόδια μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργήσει φυσιολογικά στην καθημερινότητα του. Σχεδόν το 4% των ανθρώπων παγκοσμίως έχουν διπολική διαταραχή, είναι το ίδιο συχνή σε άνδρες και γυναίκες (συνήθως στους άνδρες απαντάται πρώτη) και εμφανίζεται συνήθως σε νεαρή ηλικία. Είναι η 5η αιτία αναπηρίας σε όλο τον κόσμο κι ο αριθμός των ατόμων με διπολική διαταραχή που αυτοκτονούν είναι 60 φορές υψηλότερος από εκείνον του γενικού πληθυσμού. Όπως και συμβαίνει σε αρκετές ψυχικές διαταραχές, πολλοί που πάσχουν από Διπολική Διαταραχή δεν το γνωρίζουν ενώ λιγότεροι από τους μισούς μπορούν να διαγνωσθούν. Οι ΗΠΑ εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως (4,4%) και χώρες όπως η Ινδία και οι χώρες της υποσαχάριας ζώνης, τα μικρότερα (0,1%).
Η Διπολική Διαταραχή (ΔΔ) είναι μια ψυχική διαταραχή η οποία σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο ICD-10 (F31) οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν περίοδο κατάθλιψης, μανίας με τον τύπο που περιγράφετε παρακάτω: Περίοδοι μανίας με αυξημένη ενεργητικότητα και δραστηριότητα (γρήγορη ομιλία, μειωμένη ανάγκη για ύπνο), ανεβασμένη διάθεση ή ευερεθιστικότητα (άρση αναστολών). Η προσοχή του ασθενούς μπορεί να αποσπάται εύκολα, ενώ μπορεί να παρουσιάζει περιόδους κατάθλιψης με κακή διάθεση ή/και απώλεια των ενδιαφερόντων ή της ευχαρίστησης. Συχνά υπάρχουν τα ακόλουθα συνοδά συμπτώματα:
- Διαταραγμένος ύπνος
- Ενοχή
- Μειωμένη συγκέντρωση
- Κόπωση
- Διαταραγμένη όρεξη
- Αυτοκτονικές σκέψεις
Μπορεί να υπάρχει είτε ο ένας είτε ο άλλος τύπος επεισοδίου και τα επεισόδια αυτά να είναι συχνά ή να διαχωρίζονται από περιόδους φυσιολογικής διάθεσης (ICD-10, 2003). Η ΔΔ διακρίνεται σε δυο τύπους, στην Ι (που είναι η σοβαρότερη μορφή και η εναλλαγή των επεισοδίων κρατά μια εβδομάδα τουλάχιστον) και στην τύπου ΙΙ (η οποία επίσης χαρακτηρίζεται από επεισόδια εναλλαγής μανίας με κατάθλιψη μόνο που εδώ η μανία είναι πολύ πιο ήπια και χαρακτηρίζεται ως υπομανία).
Όπως προαναφέραμε, παραδοσιακά η θεραπεία της ΔΔ περιλαμβάνει την ψυχοθεραπεία και τη φαρμακευτική αγωγή (σταθεροποιητές διάθεσης & αντιψυχωσικά φάρμακα) (Anderson, Haddad & Scott, 2012).
Η επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να συνδέσει και το ρόλο της διατροφής ως επικουρικό μέσο θεραπείας της ΔΔ.
Πιο συγκεκριμένα:
Το 1999 ο Στολ και οι συνεργάτες του, παρά τα διαθέσιμα φάρμακα σταθεροποίησης της διάθεσης, όπως το ανθρακικό λίθιο και το βαλπροϊκό, προβληματίστηκαν από το ότι η ασθένεια χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά υποτροπής. Έρευνες υποδηλώνουν ότι όλα τα διαθέσιμα φάρμακα σταθεροποίησης της διάθεσης έχουν ανασταλτικές επιδράσεις στα συστήματα νευρωνικής μεταγωγής σήματος. Αυτά τα ευρήματα έχουν οδηγήσει στην υπόθεση ότι οι υπερδραστικές οδοί σηματοδότησης κυττάρων μπορεί να εμπλέκονται στους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς που υποκρύπτουν τη διπολική διαταραχή (Stoll & Severus, 1996). Χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο δράσης σταθεροποιητή διάθεσης βασισμένο στην καταστολή μηχανισμών μεταγωγής νευρωνικού σήματος, να αναπτυχθεί ορθολογικά. Μια υποσχόμενη ομάδα ενώσεων είναι τα ω3 λιπαρά οξέα που λαμβάνονται από θαλάσσιες ή φυτικές πηγές. Μεταξύ άλλων αποτελεσμάτων, η κατάποση μεγάλων ποσοτήτων ω3 λιπαρών οξέων συνδέεται με μία γενική απόσβεση των οδών μεταγωγής σήματος που σχετίζονται με φωσφατιδυλινοσιτόλη, αραχιδονικό οξύ και άλλα συστήματα. Έτσι, τα ω3 λιπαρά οξέα μπορεί να είναι χρήσιμα σε καταστάσεις όπως η διπολική διαταραχή, όπου η παθοφυσιολογική διαδικασία μπορεί να συνεπάγεται υπερκινητικότητα της κυτταρικής μεταγωγής σήματος (Stoll et al, 1999).
Τα ω3 λιπαρά οξέα που χρησιμοποιήθηκαν ως συμπληρωματική θεραπεία στη διπολική διαταραχή οδήγησαν σε σημαντική μείωση των συμπτωμάτων και σε καλύτερη έκβαση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο σε αυτή την πιλοτική μελέτη. Η βελτίωση ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στην ομάδα ω3 λιπαρών οξέων από ό,τι η ομάδα ελέγχου ελαιολάδου σε σχεδόν κάθε μέτρο αξιολόγησης. Η εντυπωσιακή διαφορά στα ποσοστά υποτροπής και την ανταπόκριση φαίνεται να είναι εξαιρετικά κλινικά σημαντική (Stoll et al, 1999).
Εκτός από τα ω3 λιπαρά οξέα, τα οποία απαντώνται σε τροφές όπως σαρδέλες, σολομός, τόνος, μπακαλιάρος, πέστροφα, λιναρόσπορος, κολοκυθόσπορος, σουσάμι, καρύδια, γλυστρίδα και ηλιόσπορος, η επιστημονική κοινότητα κύκλωσε και το λίθιο, ως πιθανό παράγοντα βελτίωσης ή/και ίασης των συμπτωμάτων της ΔΔ.
Το λίθιο είναι ένας από τους πιο ευρέως χρησιμοποιούμενους παράγοντες σταθεροποίησης της διάθεσης για τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής. Αν και ο υποκείμενος μηχανισμός αυτού του σταθεροποιητή διάθεσης παραμένει αμφισβητούμενος, αποδεικτικά στοιχεία συνδέουν το λίθιο με νευροτροφικά / νευροπροστατευτικά αποτελέσματα νέα οφέλη από αυτό το φάρμακο εκτός από τη σταθεροποίηση της διάθεσης (Su et al, 2004). Oι νευροτροφικές επιδράσεις του λιθίου στη ΔΔ είναι ένα παράδειγμα ενός παλαιού μορίου που ενεργεί ως νέος παράγοντας proof-of-concept. Η συνεχιζόμενη δουλειά για την αποκρυπτογράφηση των μοριακών ενεργειών του λιθίου πιθανόν να οδηγήσει στην ανάπτυξη όχι μόνο βελτιωμένων θεραπευτικών για την ΔΔ αλλά και σε νευροτροφικούς ενισχυτές που θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμοι για τη θεραπεία πολλών άλλων ασθενειών (Machado-Vieira, Manji & Zarate Jr, 2009).
Γενικά, η χρήση λιθίου στην ίαση της ΔΔ δεν είναι πρόσφατη. Τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό και πρόσφατες μελέτες με πιο αξιόπιστα σχέδια και επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές έχουν συστήσει το λίθιο να αποτελεί τη θεραπεία επιλογής για οξεία μανιακά, μικτά και καταθλιπτικά επεισόδια ΔΔ, μαζί με μακροπρόθεσμη προφύλαξη. Ο ειδικός μηχανισμός δράσης του λιθίου παίζει μεγάλο ρόλο στη ρύθμιση της διάθεσης. Επιπλέον, έχει προταθεί το λίθιο για να ασκήσει τα θεραπευτικά του αποτελέσματα μέσω μηχανισμών που σχετίζονται με την νευρωνική πλαστικότητα (Won & Kim, 2017).
Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, οι νευροτροφικές επιδράσεις του λιθίου σχετίζονται με την αύξηση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, διαφοροποίησης, ανάπτυξης και αναγέννησης, ενώ τα νευροπροστατευτικά αποτελέσματα περιορίζουν την εξέλιξη της νευρωνικής ατροφίας ή του κυτταρικού θανάτου μετά την εμφάνιση της ΔΔ. Οι νευροτροφικές και νευροπροστατευτικές επιδράσεις του λιθίου φαίνονται πιο έντονες παρουσία παθολογίας, γεγονός που υποστηρίζει και πάλι τον κεντρικό ρόλο του ως ενεργού ομοιοστατικού ρυθμιστή (Machado-Vieira, 2018). Το λίθιο χρησιμοποιείται ακόμα ευρέως για τη θεραπεία και της άνοιας (Greenblatt & Grossmann, 2015).
Που βρίσκουμε το λίθιο στην καθημερινή μας διατροφή;
Οι ιχνοποσότητες του λιθίου υπάρχουν φυσικά εντός του εδάφους και των υπόγειων υδάτων. Τα φυτά απορροφούν εύκολα το λίθιο λαμβάνοντας τα μέσα από τις ρίζες από πλούσια σε μεταλλικά νερά, αν και δεν φαίνονται απαραίτητα για την ανάπτυξη και ανάπτυξη του οργανισμού. Από εκεί, εισέρχεται στην υπόλοιπη τροφική αλυσίδα. Το λίθιο δεν υπάρχει στην “ελεύθερη” του μορφή. Αντ ‘αυτού, συνδέεται με διάφορα υδατοδιαλυτά άλατα. Αυτή είναι η μορφή με την οποία εμφανίζεται μέσα στον ιστό των ζώων και των φυτών.
Η κύρια πηγή λιθίου στη διατροφή είναι το νερό, οι σπόροι και τα λαχανικά, τα οποία συμβάλλουν μεταξύ 66 και 90% της συνολικής ημερήσιας πρόσληψης. Τα τρόφιμα που προέρχονται από ζώα αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο της πρόσληψης τροφής. Όταν πρόκειται για ποτά, το νερό περιέχει επίσης υψηλά επίπεδα λιθίου. Το νερό και η σύστασή του επηρεάζει το λίθιο που θα κερδίσουμε. Για παράδειγμα και όσον αφορά την Αμερική, σε ορισμένα μέρη του Τέξας, το νερό της βρύσης μπορεί να περιέχει μέχρι 170 mcg ανά τετραγωνικό ενώ τα υπόγεια ύδατα της βόρειας Χιλής είναι ιδιαίτερα πλούσια σε λίθιο.
Το ακριβές ποσό που τρώμε εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περιεκτικότητα του εδάφους στο λίθιο, η οποία μπορεί να ποικίλει ευρέως μεταξύ των διαφόρων χωρών και περιφερειών. Ωστόσο, ορισμένα φυτά έχουν μεγαλύτερη τάση απορρόφησης του λιθίου. Φυτά όπως οι πιπεριές, οι πατάτες και οι ντομάτες επιδεικνύουν μια αξιοσημείωτη ανοχή στο λίθιο και μπορεί να φθάσει σε περιεχόμενο λιθίου μέχρι 1.000 mcg ανά γραμμάριο. Τα αυγά, το γάλα και τυχόν τρόφιμα που παράγονται από δημητριακά φαίνεται να έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λίθιο. Πλούσιες πηγές λιθίου αποτελούν και οι ντομάτες, τα όσπρια, τα μανιτάρια, το αγγούρι, το κουνουπίδι και το λάχανο.
Νερό πλούσιο σε λίθιο και αυτοκτονίες στην Ελλάδα
Το 2013 μάλιστα, μια ομάδα Ελλήνων ερευνητών δημοσίευσαν άρθρο με το οποίο εξέταζαν την αντιστοιχία νερού σε λίθιο και αριθμό αυτοκτονιών στη χώρα μας. Σκοπός δηλαδή της μελέτης ήταν να αξιολογηθεί η συσχέτιση των επιπέδων λιθίου στα ποσοστά αυτοκτονίας του δημόσιου ύδρευσης και της νομαρχίας στην Ελλάδα. Αναλύσεις διεξήχθησαν σε σχέση με τα επίπεδα λιθίου σε 149 δείγματα από 34 νομούς της Ελλάδας. Το μέσο επίπεδο λιθίου ήταν 11,10 μg / l (εύρος 0,1 έως 121 μg / l). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει τάση για χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονίας στους νομούς με υψηλά επίπεδα λιθίου στο πόσιμο νερό. Έτσι, η προσθήκη μικρών ποσοτήτων λιθίου στο πόσιμο νερό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μέσο για τη μείωση της επίπτωσης αυτών των καταστάσεων στον γενικό πληθυσμό. Επιπλέον, η διατροφική σημασία του λιθίου στη μορφή του ανθρακικού που ονομάζεται ανθρακικό λίθιο (Li2CO3) εξακολουθεί να θεωρείται σήμερα ως φαρμακολογικός παράγοντας. Η μελέτη από τους Al-Chalabi et al. δηλώνουν ότι αξίζει να διερευνηθεί η θεραπευτική δράση του λιθίου στην αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (ALS). Οποιοδήποτε φάρμακο που μπορεί να αποδειχθεί ότι επιβραδύνει την πορεία του ALS με κλινικά σημαντικό τρόπο και ότι είναι ασφαλές και καλά ανεκτό θα είναι μια σημαντική πρόοδος για τους ασθενείς με αυτή την ασθένεια (Giotakos, Nisianakis, Tsouvelas & Giakalou, 2013).
Εκτός από τα ω3 λιπαρά οξέα και το λίθιο, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γενικότερη ποιότητα της καθημερινής δίαιτας ατόμων με ΔΔ καθώς και το επίπεδο της σωματικής τους άσκησης. Σε 23 γυναίκες ηλικίας 20-93 ετών, ενώ υπήρχαν 691 συμμετέχοντες χωρίς ιστορικό ψυχοπαθολογίας, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν ψυχοπαθολογία, οι ασθενείς με ΔΔ είχαν υψηλότερο γλυκαιμικό φορτίο και υψηλότερες βαθμολογίες σε έναν «δυτικό» διαιτητικό παράγοντα και τον «σύγχρονο» διαιτητικό παράγοντα. Για κάθε πρότυπη αύξηση της απόκλισης σε ένα «δυτικό» και «μοντέρνο» σχήμα διατροφής και γλυκαιμικό φορτίο, αυξήθηκαν οι αναλογίες πιθανότητας για την εμφάνιση ΔΔ. Αντιστρόφως, ένα «παραδοσιακό» σχήμα διατροφής συσχετίστηκε με μειωμένες πιθανότητες για ΔΔ μετά από προσαρμογές για τη συνολική ενεργειακή πρόσληψη (Jacka et al, 2011).
Άλλη μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι μεταβολές της προτίμησης των τροφίμων που προκαλούνται από φάρμακα μπορούν να οδηγήσουν σε υπερβολική κατανάλωση ενέργειας σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της υψηλής πρόσληψης σακχαρόζης. Οι διαιτητικές συμβουλές σχετικά με τη χρήση πλούσιων σε ενέργεια ποτών μαζί με την ενθάρρυνση για αύξηση των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας μπορεί να συμβάλλουν στην πρόληψη της αύξησης του σωματικού βάρους σε ασθενείς με ΔΔ. Τα ευρήματα έχουν επίσης κάποια σημασία για τις διατροφικές συμβουλές που αποβλέπουν στην αποφυγή του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας στον γενικό πληθυσμό (Elmslie, Mann, Silverstone, Williams & Romans, 2001).
Συμπερασματικά, όπως και σε άλλες ψυχικές διαταραχές (μείζονα κατάθλιψη, γενικευμένη διαταραχή άγχους) εκτός της ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης και της φαρμακευτικής αγωγής, ο ρόλος της διατροφής και η επίτευξη/διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους, μελετάται σε σταθερή βάση από την επιστημονική κοινότητα ως μέσο ίασης της ΔΔ. Τροφές πλούσιες σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ΠΛΟ), λίθιο με αποφυγή κατανάλωσης επεξεργασμένων τροφίμων και αύξηση της σωματικής άσκησης οι βασικοί πυλώνες. Απαιτούνται κι άλλες τέτοιες μελέτες προκειμένου να επιβεβαιωθεί περισσότερο ο στενός της ρόλος. Επιπλέον, στην ψυχιατρική εδώ και χρόνια υπάρχει η τάση να αναγνωρισθεί η διατροφή ως κεντρικός καθοριστικός παράγοντας τόσο της σωματικής όσο και της ψυχικής υγείας (Sarris et al, 2015).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anderson, I. M., Haddad, P. M. & Scott, J. (2012). Bipolar Disorder, BMJ, doi: 10.1136/bmj.e8508
Elmslie, J. L., Mann, J. I., Silverstone, J. T., Williams, S. M. & Romans, S. E. (2001). Determinants of overweight and obesity in patients with bipolar disorder. The Journal of Clinical Psychiatry, 62(6), 486-491.
Giotakos, O., Nisianakis, P. Tsouvelas, G. & Giakalou, V. V. (2013). Lithium in the public water supply and suicide mortality in Greece. Biological Trace Element Research, 156(1-3), 376-379.
Greenblatt, J. M. & Grossmann, K. (2015). Lithium: The cindirella story about a mineral that may prevent Alzheimer’s disease. [online]. Retrieved from: https://www.waldenpsychiatric.com/lithium-may-prevent-alzheimers-disease/
ICD-10, (2003). Οι ψυχικές διαταραχές στην πρωτοβάθμια φροντίδα, (μετάφραση από τα Αγγλικά: ΓΝ Χριστοδούλου, Β. Αλεβίζος & Β. Μαυρέας), Αθήνα: Εκδόσεις ΒΗΤΑ.
Jacka, F. N., Pasco, J. A., Mykletun, A., Williams, L. J., Nicholson, G. C., Kotowicz, M. A. & Berk, M. (2011). Diet quality in bipolar disorder in a population-based sample of women. Journal of Affective Disorders, 129(1-3), 332-337.
Machado-Vieira, R., Manji, H. K.& Zarate Jr, C. A. (2009). The role of lithium in the treatment of bipolar disorder: convergent evidence for neurotrophic effects as a unifying hypothesis. Bipolar Disorder, 11(2), 92-109.
Machado-Vieira, R. (2018). Lithium, Stress, and Resilience in Bipolar Disorder: Deciphering this key homeostatic synaptic plasticity regulator. Journal of affective disorders, 233, 92-99. doi: 10.1016/j.jad.2017.12.026.
Sarris, J., Logan, A. C., Akbaraly, T. A., Amminger, G. P., Balanza-Martinez, V., Freeman, M. P., Hibbeln, J., Matsuoka, Y., Mischoulon, D., Mizoue, T., Nanri, A., Nishi, D., Ramsey, D., Rucklidge, J. J., Sanchez-Villegas, A., Scholey, A., Su, K. & Jacka, F. N. (2015). Nutrional medicine as mainstream in psychiatry. The Lancet, 2(3), 271-274.
Stoll, A. L. & Severus, W. E. (1996). Mood stabilizers: Shared mechanisms of action at post-synaptic signal transduction and kinling processes. Harvard Revision Psychiatry, 477-489.
Stoll, A. L., Severus, W. E., Freeman, M. P., Rueter, S., Zboyan, H. A., Diamond, E., Cress, K. K. & Marangell, L. B. (1999). Omega 3 Fatty Acids in Bipolar Disorder: A preliminary Double-blind, Placebo-Controlled Trial. Archives of General Psychiatry, 56(5), 407-412.
Su, Y., Ryder, J., Li, B., Wu, X., Fox, N., Solenberg, P., Brune, K., Paul, St., Zhou, Y., Liu, F. & Ni, B. (2004). Lithium, a Common Drug for Bipolar Disorder Treatment, Regulates Amyloid-β Precursor Protein Processing. Biochemistry, 43(22), 6899-6908.
Won, E. & Kim, Y. K. (2017). An Oldie but Goodie: Lithium in the Treatment of Bipolar Disorder through Neuroprotective and Neurotrophic Mechanisms. International Journal of Molecular Sciences, 18(12), doi: 10.3390/ijms18122679.
Κωνσταντίνος Λεοντίου
Διατροφολόγος-Διαιτολόγος, MSc