Διατροφή και ψωρίαση
Η ψωρίαση είναι μια χρόνια αυτοάνοση μη μεταδοτική δερματική ασθένεια που εκδηλώνεται με ερυθηματώδεις πλάκες (καλύπτοναι από ασημί λέπια) τα οποία αποσπώνται από το δέρμα. Μπορεί να εμφανισθεί σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος, σε διάφορους τύπους. Αφορά περίπου 125 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως ενώ δεν κάνει…διακρίσεις ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Τι σχέση μπορεί να έχει η ασθένεια αυτή με τη διατροφή;
Λίγα λόγια για την ψωρίαση
Πρόκειται για μια ασθένεια που για την οποία ακριβής αιτιολογία δεν έχει ακόμα αποσαφηνισθεί παρότι παράγοντες όπως το άγχος, το στρες, η κούραση (γενικά η ανεπαρκής λειτουργία του ανοποιητικού συστήματος) και η κατανάλωση συγκεκριμένων φαρμάκων (λίθιο, αντι-υπερτασικά) αποτελούν τους πιο συνηθισμένους λόγους εμφάνισης της νόσου. Σαν μέσα θεραπείας πρώτης γραμμής θεωρούνται η φωτοθεραπεία, κρέμες και φαρμακευτικές αγωγές που εστιάζουν στην αναστολή της ιντερλευκίνης-17Α (IL-17A, η κρυσταλλική δομή της οποίας φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία).
Εδώ και αρκετά χρόνια η διατροφή ως μέσο θεραπείας και πρόληψης μελετάται ενδελεχώς από την επιστημονική κοινότητα.
Ο ρόλος της διατροφής
Τριάντα χρόνια πριν, σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet το 1988, 28 ασθενείς με χρόνια ψωρίαση ολοκλήρωσαν μια δοκιμή στην οποία χορηγήθηκαν τυχαία για να λάβουν δέκα καψάκια ψαριών («MaxEPA») ή 10 κάψουλες εικονικού φαρμάκου (ελαιόλαδο) καθημερινά. Οι ασθενείς έλαβαν ειδικά οδηγίες να μην αλλάξουν τη συνήθη διατροφή τους. Μετά από οχτώ εβδομάδες θεραπείας υπήρξε μια σημαντική μείωση της φαγούρας, του ερυθήματος και της κλιμάκωσης στην ομάδα θεραπείας, με μια τάση προς μια συνολική μείωση στην επηρεασθείσα επιφάνεια του σώματος. Δεν παρατηρήθηκε καμία αλλαγή στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (Bittinier, Cartwright, Tucker & Bleehen, 1988).
Με συμπληρώματα διατροφής με περιεκτικότητα σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα ασχολήθηκαν το 2010 και η Rickets με τους συνεργάτες της. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, το συμπλήρωμα διατροφής μπορεί να προσφέρει μια βιώσιμη θεραπευτική εναλλακτική λύση σε ασθενείς με ψωρίαση. Οι τυχαίες, ελεγχόμενες δοκιμές έχουν δείξει την αποτελεσματικότητα των τοπικών παραγώγων βιταμίνης Α και D, των ενδοφλεβίων ω-3 λιπαρών οξέων, της στοματικής ινοσιτόλης και διαφόρων συνδυασμένων θεραπειών. Οι διπλές θεραπείες της φωτοθεραπείας με υπεριώδη Β και του ιχθυελαίου, ρετινοειδή και θειαζολιδινοδιόνες και κυκλοσπορίνη και δίαιτα χαμηλών θερμίδων ήταν αποτελεσματικές στη θεραπεία της ψωρίασης σε τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες δοκιμές. Η συνεισφορά αυτή εξετάζει επίσης την πιθανή αρνητική επίδραση του αλκοόλ και τις πιθανές θετικές επιδράσεις της βιταμίνης Β12, του σεληνίου, των παραγόντων αποκλεισμού του μεταβολισμού του ρετινοϊκού οξέος και μιας δίαιτας χωρίς γλουτένη στη θεραπεία της ψωρίασης (Ricketts, Rothe & Grant-Kels, 2010).
Εκτός των συστατικών συγκεκριμένων τροφών, σημαντικό ρόλο στη θεραπεία ή/και τη μείωση των συμπτωμάτων της ψωριάσης φαίνεται να παίζει και η απώλεια βάρους. Αυτό το συμπέρασμα εξήχθη από έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2008 που είχε για στόχο τη διερεύνηση του κατά πόσο η μέτρια απώλεια βάρους (δηλαδή 5-10% του σωματικού βάρους) αυξάνει τη θεραπευτική απόκριση σε χαμηλή δόση κυκλοσπορίνης σε παχύσαρκους ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ψωρίαση χρόνιας πλάκας. Μετά από 24 εβδομάδων έρευνα πάνω σε 61 παχύσαρκους ασθενείς, τα ευρήματα έδειξαν ότι αυτοί αυξάνουν την ανταπόκρισή τους στη χαμηλή δόση κυκλοσπορίνης αν συμπεριληφθεί στο στέλεχος θεραπείας μια διατροφή που ελέγχεται με θερμίδες. Οι τροποποιήσεις του τρόπου ζωής, συμπεριλαμβανομένης της δίαιτας χαμηλών θερμίδων, μπορούν να συμπληρώσουν τη φαρμακολογική θεραπεία των παχύσαρκων ασθενών με ψωρίαση. Με άλλα λόγια, η απώλεια βάρους βελτιώνει την ανταπόκριση των παχύσαρκων ασθενών με μέτρια έως σοβαρή ψωρίαση από χρόνια πλάκα σε θεραπεία με χαμηλή δόση κυκλοσπορίνης (Gisondi, Del Giglio, Di Francesco, Zamboni & Girolomoni, 2008).
Επανερχόμαστε στο ρόλο της διατροφής ως προς την ίαση της ψωρίασης. Το Δεκέμβριο του 2017, o Phan και οι συνεργάτες τους προσπάθησαν να συνδέσουν τη Μεσογειακή Διατροφή με την ψωρίαση. Σε μια έρευνα που έλαβαν συνολικά μέρος 35.735 ασθενείς, με κατά μέσο όρο ηλικίας 47,5 ετών (± 14), αποτελούμενοι από 27.220 γυναίκες (76,2%). 3557 ασθενείς (10,0%) ανέφεραν ψωρίαση (σοβαρή για 878 [2,5%], συμβάν για 452 [1,3%]). Οι ασθενείς με σοβαρή ψωρίαση (επικρατούσα ή περιστασιακή) είχαν λιγότερη προσήλωση στη Μεσογειακή Διατροφή υποστηρίζοντας την υπόθεση της ευεργετικής επίδρασης της Μεσογειακής Διατροφής στην εμφάνιση ή τη σοβαρότητα της ψωρίασης. Αν επιβεβαιωθούν αυτά τα αποτελέσματα, προτείνουν στην καθημερινή πρακτική ότι η προσκόλληση σε μια μεσογειακή διατροφή θα πρέπει να ενσωματωθεί στη συνολική αντιμετώπιση της μέτριας έως σοβαρής ψωρίασης. «Το πρόσθετο αποτέλεσμα της διατροφής με διαφορετικές θεραπείες πρέπει να αξιολογηθεί», καταλήγουν οι επιστήμονες (Phan et al, 2017).
Υπάρχουν όμως τροφές που απαγορεύεται να καταναλωθούν από άτομα με ψωρίαση ή έστω να περιοριστεί η κατανάλωσή τους;
Ουσιαστικά, δυο είδη έχουν ενοχοποιηθεί περισσότερο από κάθε άλλο: Τα επεξεργασμένα τρόφιμα (κύρια τα κρέατα) και η μπύρα. Ως προς το επεξεργασμένο κρέας (αλλά και το κόκκινο κρέας γενικότερα), έχει στοχοποιηθεί ένα συστατικό του, το αραχιδονικό οξύ. Το αραχιδονικό οξύ (5,8,11,14-εικοσατετραενοϊκό οξύ, C20: 4, η-6) απελευθερώνεται από την κυτταρική μεμβράνη με τη δράση των φωσφολιπασών στα μεμβρανικά φωσφολιπίδια. Οι μεταβολίτες του αραχιδονικού οξέος, που γενικά ορίζονται ως εικοσανοειδή, συμπεριλαμβανομένων των προσταγλανδινών, της θρομβοξάνης, των λευκοτριενίων και των υδροξυεικοσατετραενοϊκών οξέων, έχουν εμπλακεί ως μεσολαβητές ή διαμορφωτές μιας σειράς φυσιολογικών λειτουργιών και παθολογικών καταστάσεων σε κανονικό και άρρωστο ανθρώπινο δέρμα. Συγκεκριμένα, τα εικοσανοειδή έχουν υποψιαστεί ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της ψωρίασης, επειδή ορισμένα φαινόμενα που παρατηρούνται στην ψωρίαση μπορούν να εξηγηθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από τη δράση των εικοσανοειδών. Αυτή η επισκόπηση θα επικεντρωθεί στην πρόσφατη πρόοδο όσον αφορά τη σημασία των εικοσανοειδών στην παθογένεση της ψωρίασης. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη μοριακή βιολογία των εικοσανοειδών έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον για τον ρόλο των εικοσανοειδών στην ψωρίαση (Ikai, 1999).
Όσον αφορά την κατανάλωση μπύρας, μελέτη επιστημόνων από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, έδειξε ότι οι γυναίκες που πίνουν μπύρα πέντε φορές την εβδομάδα, εκδηλώνουν συχνότερα ψωρίαση, ειδικότερα διπλασιάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν πίνουν καθόλου. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο αριθμός αυτός αύξανε και έφτανε στις 2,3 φορές, όταν οι ειδικοί «φίλτραραν» τα δεδομένα τους, θέτοντας υπό το μικροσκόπιο μόνο όσες είχαν εμφανίσει ψωρίαση.
Η μπύρα που περιέχει αλκοόλ είναι το μόνο αλκοολούχο ποτό που φέρεται να αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης ψωρίασης, δήλωσαν οι ερευνητές. Η ψωρίαση μπορεί να πυροδοτείται από το κριθάρι που περιέχει γλουτένη, σε άτομα που έχουν ευαισθησία στη συγκεκριμένη πρωτεΐνη και ίσως δεν το γνωρίζουν. Επιστήμονες συνέκριναν τα στοιχεία 82.000 νοσηλευτριών, ηλικίας από 27 έως 44 ετών και τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ σε μια περίοδο 14 ετών.
Οι ειδικοί παρατήρησαν 72% αυξημένο κίνδυνο ψωρίασης σε γυναίκες που έπιναν περισσότερο από 2,3 αλκοολούχα ποτά την εβδομάδα, σε σχέση με αυτές που δεν έπιναν αλκοόλ. Σε όσες έπιναν μη αλκοολούχα μπύρα και κρασί δεν φάνηκε να αυξάνει ο κίνδυνος ψωρίασης (Qureshi, Dominguez, Choi, Han & Curhan, 2010).
Εξετάζοντας πιο προσεκτικά τα ευρήματα της τελευταίας μελέτης, η επιστημονική κοινότητα δίνει ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα στην γλουτένη και κατά πόσο η βασική πρωτεΐνη των σιτηρών επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της ψωρίασης.
Πάνω σε αυτό, έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2014. Οι ασθενείς με ψωρίαση έχουν αποδειχθεί ότι έχουν υψηλότερο επιπολασμό άλλων αυτοάνοσων παθήσεων συμπεριλαμβανομένης της κοιλιοκάκης, μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία στην γλουτένη. Ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι η ψωρίαση και η κοιλιοκάκη μοιράζονται κοινές γενετικές και φλεγμονώδεις οδούς. Στην συγκεκριμένη μελέτη εξετάστηκε η επιδημιολογική συσχέτιση μεταξύ της ψωρίασης και της κοιλιοκάκπης και πραγματοποιήθηκε μια μετα-ανάλυση για να καθοριστεί αν οι ασθενείς με ψωρίαση περιέχουν πιο συχνά ορολογικούς δείκτες της κοιλιοκάκης. Εξετάστηκε από τους επιστήμονες επίσης εάν μια δίαιτα χωρίς γλουτένη μπορεί να βελτιώσει την νόσο αυτή πάνω σε 33 ασθενείς με ψωρίαση με αυξημένα επίπεδα ενός συγκεκριμένου τύπου αντισώματος που ονομάζεται αντισώματα αντι-γλοιαδίνης. Τα αντισώματα σχηματίζονται όταν το σώμα μας προσπαθεί να καταπολεμήσει τους ξένους εισβολείς. Η γλοιαδίνη είναι μία από τις κύριες πρωτεΐνες στη γλουτένη και κυρίως υπεύθυνη για την ευαισθησία της γλουτένης. Μετά από τριών μηνών δίαιτας χωρίς γλουτένη, τα επίπεδα αντισωμάτων κατά της γλοιαδίνης ήταν χαμηλότερα στο 82% των συμμετεχόντων στη μελέτη, υποδεικνύοντας ότι οι δίαιτες χωρίς γλουτένη μπορούν να βοηθήσουν ορισμένους ασθενείς με ψωρίαση (Bhatia et al, 2014).
Ως προς την κατανάλωση επεξεργασμένων τροφών, ειδικά της κατηγορίας των «junk foods» πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι καθώς αυτά περιέχουν αυξημένες ποσότητες από τρανς-λιπαρά οξέα, γλυκόζη καθώς και κορεσμένα λιπαρά οξέα, μειώνουν την αμυντική ικανότητα του οργανισμού με συνέπεια να δυσχεραίνει η αντιμετώπιση μιας αυτοάνοσης ασθένειας που τέτοια είναι η ψωρίαση. Από την άλλη πλευρά, για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού μας συστήματος και άρα καλύτερη άμυνα και στην εκδήλωση της ψωρίασης, συστήνονται τροφές με αποδεδειγμένη υψηλή διατροφική αξία όπως φρούτα, λαχανικά (ο ρόλος της μελιτζάνας μπαίνει σε ερωτηματικό μια και έχει στοχοποιηθεί ότι λόγω της περιεκτικότητάς της σε σολανίνη υποτίθεται ότι προκαλεί πόνο στα άτομα που πάσχουν από ψωρίαση), ψάρια γενικά δίαιτα βασισμένη στη Μεσογειακή Διατροφή, όπως είδαμε και πιο πάνω.
Επίλογος
Συμπερασματικά, είδαμε ότι για την εξέλιξη της νόσου της ψωρίασης συμμετέχουν παράγοντες όπως η σωστή διατροφή, το ιδανικό βάρος, η κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων πλουσίων σε τρανς-λιπαρά οξέα, κατανάλωσης συγκεκριμένων οινοπνευματωδών ποτών και γλουτένης. Παρ’ όλα αυτά, απαιτούνται περισσότερες μελέτες πάνω στην συσχέτιση διατροφής και ψωρίασης προκειμένου η πρώτη μαζί με τις κλασσικές μεθόδους αντιμετώπισης της νόσου αυτής να αποτελέσουν ακόμα πιο ισχυρά όπλα στην ίασή της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bhatia, B. K., Millsop, J. W., Debbaneh, M., Koo, J., Linos, E. & Liao, W. (2014). “Diet and Psoriasis: Part 2. Celiac Disease and Role of a Gluten-Free Diet”. American Journal Academy of Dermatology, 71(2), pp 350-358.
Bittinier, S. B., Cartwright, I., Tucker, W. F. G. & Bleehen, S. S. (1988). “A double-blind, randomised, placebo-controlled trial of fish oil in psoriasis”. The Lancet, 331(8582), pp 378-380.
Gisondi, P., Del Giglio, M., Di Francesco, V., Zamboni, M. & Girolomoni, G. (2008). “Weight loss improves the response of obese patients with moderate-to-severe chronic plaque psoriasis to low-dose cyclosporine therapy: a randomized, controlled, investigator-blinded clinical trial”. The American Journal of Clinical Nutrition, 88(5), pp 1242-1247.
Ikai, C. (1999). “Psoriasis and the arachidonic acid cascade”. Journal of Dermatological Science, 21(3), pp 135-146.
Phan, C., Touvier, Mr., Kesse-Guyot, E., Adjibade, Mr., Hercberg, S., Chosidow, O., Ezzedine, K. & Sbidian, E. (2017). “Psoriasis and nutrition”. Annals of Dermatology and Venereology, 144(12), pp 116-117.
Qureshi, A. A., Dominquez, P. L., Choi, H. K., Han, J. & Curhan, G. (2010). “Alcohol intake and risk of incident psoriasis in US women: A prospective study”. Archives of Dermatology, 146(12), pp 1364-1369.
Ricketts, J. R., Rothe, M. J. & Grant-Kels, J. M. (2010). “Nutrition and Psoriasis”. Clinics in Dermatology, 28(6), pp 615-626.
Κωνσταντίνος Λεοντίου
Διατροφολόγος-Διαιτολόγος, MSc