
Δυσανεξία στη λακτόζη
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μια κατάσταση η οποία απασχολεί ολοένα και περισσότερους συνανθρώπους μας στο δυτικό κόσμο. Εξετάζουμε τι ακριβώς συμβαίνει στον οργανισμό και ποια είναι η διατροφική αντιμετώπιση.

Ορισμός
Καταρχήν, δυσανεξία στη λακτόζη έχουμε όταν ο ανθρώπινος οργανισμός δεν έχει στην απαιτούμενη ποσότητα το ένζυμο λακτάση για να διασπάσει το βασικό υδατάνθρακα του ζωικού γάλακτος, τη λακτόζη. Η λακτάση παράγεται στο λεπτό έντερο. Δεν έχει σχέση η δυσανεξία αυτή με τη δυσανεξία στο γάλα. Η δυσανεξία στο γάλα είναι διαταραχή του ανασοποιητικού συστήματος. Οι πρώτες αναφορές στη δυσανεξία στη λακτόζη προέρχονται από την εποχή του Ιπποκράτη (460 – 370 πΧ).
Συμπτώματα
Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μια και δεν έχουν αρκετή λακτάση όταν καταναλώσουν γαλακτοκομικά με λακτόζη παρουσιάζουν συμπτώματα όπως φούσκωμα, αέρια, σε κάποιες περιπτώσεις εμετό, πόνο ή/και κράμπες στην κοιλιά και διάρροια. Ουσιαστικά αφού η λακτόζη δεν μπορεί να διασπαστεί στο λεπτό έντερο, συνεχίζει στο παχύ έντερο, αναμιγνύεται με βακτήρια, ζυμώνεται και προκαλεί τα παραπάνω.

Πώς καταλαβαίνω ότι έχω δυσανεξία στη λακτόζη;
Υπάρχει το τεστ αναπνοής υδρογόνου (hydrogen breath test) το οποίο χρησιμοποιείται και στη διάγνωση της SIBO. Ο ασθενής λαμβάνει μια βασική ανάγνωση των επιπέδων υδρογόνου στην αναπνοή του. Στη συνέχεια χορηγείται στον ασθενή μια μικρή ποσότητα καθαρής λακτόζης (τυπικά 20 έως 25 g) και κατόπιν απαιτείται να λαμβάνει μετρήσεις κάθε 15, 30 ή 60 λεπτά για δύο έως τρεις ώρες. Εάν το επίπεδο υδρογόνου αυξηθεί πάνω από 20 ppm πάνω από τη χαμηλότερη προηγούμενη τιμή εντός της περιόδου δοκιμής, ο ασθενής τυπικά διαγιγνώσκεται ως δυσαπορροφητής λακτόζης. Εάν ο ασθενής παράγει μεθάνιο, τότε τα μέρη ανά εκατομμύριο για το μεθάνιο συνήθως αυξάνονται 12 ppm πάνω από τη χαμηλότερη προηγούμενη τιμή που θεωρείται θετική. Εάν ο ασθενής παράγει και υδρογόνο και μεθάνιο, τότε οι τιμές συνήθως προστίθενται μαζί και ο μέσος όρος των αριθμών χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό θετικών αποτελεσμάτων, συνήθως 15 ppm πάνω από τη χαμηλότερη προηγούμενη τιμή (Deng, Misselwitz, Dai & Fox, 2015).
Στη διάγνωση της δυσανεξίας της λακτόζης χρησιμοποιείται επίσης και το τεστ οξύτητας κοπράνων.
Πιο συνηθισμένα από τα δυο παραπάνω, είναι το τεστ δυσανεξίας στη λακτόζη (lactose tolerance test). Σε αυτό ο ασθενής υποβάλλεται σε νηστεία, κατόπιν καταναλώνει υγρά που περιέχουν λακτόζη. Μέσα σε δυο ώρες μετρώνται τα επίπεδα γλυκόζης τα οποία θα δείξουν τη δυνατότητα του οργανισμού να χωνέψει τη λακτόζη.
Σε παιδιά και βρέφη υποψήφια για δυσανεξία, δεν γίνονται τα παραπάνω τεστ. Οι παιδίατροι συνήθως προτείνουν την αλλαγή του γάλακτος μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο που οδηγεί σε μείωση των συμπτωμάτων.
Που υπάρχει λακτόζη
Σε όλα τα ζωικά γαλακτοκομικά προϊόντα, κυρίως στο γάλα (αδελαδινό, κατσικίσιο, γαϊδάρου ή πρόβειο). Εκτός των ζωικών γαλακτοκομικών προϊόντα με λακτόζη είναι τα:
- Μπισκότα
- Σοκολάτες
- Κάποια αρτοσκευάσματα
- Μερικά δημητριακά πρωινού
- Επεξεργασμένα κρέατα (πχ ζαμπόν)
- Κέικ
- Προκατεψυγμένες πίτσες
Διαιτητική αντιμετώπιση
Ανάλογα με το πόσο σοβαρή ή ήπια είναι η δυσανεξία ίσως χρειαστεί να αλλάξετε την ποσότητα γάλακτος στη διατροφή σας. Πχ, κάποιοι με δυσανεξία στη λακτόζη δεν μπορούν να πιουν αγελαδινό γάλα το πρωί (συνοδεύοντάς το με ψωμί και μέλι ή βρώμη) αλλά δεν έχουν πρόβλημα αν προσθέσουν μια μικρή ποσότητα στον καφέ ή το τσάι τους. Η σοκολάτα γάλακτος δεν είναι ένα προϊόν που προκαλεί σε όσους έχουν δυσανεξία τις ίδιες παρενέργειες. Το αυτό ισχύει και με την κρέμα γάλακτος ή/και το βούτυρο. Υπάρχουν όμως αρκετοί με δυσανεξία που δεν μπορούν να καταναλώσουν παγωτό, γιαούρτι ακόμα και τυρί. Σε όλα τα παραπάνω παίζει ρόλο ότι σε διαφορετικά προϊόντα συναντούμε διαφορετικά επίπεδα λακτόζης οπότε ο βαθμός επίδρασης στα άτομα με δυσανεξία δεν μπορεί να είναι ο ίδιος.
Προτείνουμε πάντα την εξατομίκευση μέσω της παρατήρησης και την καταγραφή μέσω ημερολογίου τροφίμων που περιέχουν λακτόζη και επηρεάζουν άτομα με δυσανεξία.
Εδώ και αρκετά χρόνια στα σούπερ μάρκετ και σε άλλες πηγές που προμηθευόμαστε γαλακτοκομικά προϊόντα, αναγράφουν σε ποια υπάρχει λακτόζη.
Ως προς τα γαλακτοκομικά που βασίζονται σε φυτικές πηγές (γάλα σόγιας, γάλα αμυγδάλου), αυτά δεν περιέχουν λακτόζη. Η σόγια μάλιστα χρησιμοποιείται και σε μορφή τυριού (τόφου) με υψηλή διατροφική και θρεπτική αξία.
Επίσης, υπάρχει μεγάλη ποικιλία σε ζωικά γαλακτοκομικά προϊόντα (αγελαδινά & κατσικίσια) τα οποία μέσω επεξεργασίας έχει αφαιρεθεί η μεγαλύτερη ποσότητα της λακτόζης.
Αφαιρώντας τελείως τα προϊόντα με λακτόζη από τη διατροφή μας
Υπάρχουν αρκετοί που με αφορμή τη δυσανεξία στη λακτόζη διαγράφουν την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων από τη ζωή τους. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν μια εξαιρετική πηγή βιταμινών (κυρίως D, Β2, B12 & A), μαγνησίου, ασβεστίου και φωσφόρου οπότε η «κατάργησή» τους προϋποθέτει αναζήτηση άλλων προϊόντων με εφάμιλλη θρεπτική αξία. Η βιταμίνη D μπορεί να εξασφαλιστεί από κατανάλωση αυγών και λιπαρών ψαριών και κρεάτων, η βιταμίνη Β2 από αυγά, σπανάκι, αμύγδαλα και κοτόπουλο. Η βιταμίνη Β12 βρίσκεται στην πλειοψηφία των κρεάτων, ψαριών και στον κρόκο του αυγού και η βιταμίνη Α στα παχιά κρέατα και ψάρια. Πλούσιες πηγές σε μαγνήσιο είναι οι ξηροί καρποί, τα όσπρια και τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά ενώ σε ασβέστιο τα μικρά ψάρια, οι ξηροί καρποί, τα σύκα και ο αμάρανθος. Φυσικά, όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη του διαιτολόγου και του γιατρού σας.
Θηλασμός και δυσανεξία
Είναι απόλυτα ασφαλές για μια γυναίκα με δυσανεξία στη λακτόζη να θηλάζει το παιδί της. Δεν αποτελεί έξτρα παράγοντα κινδύνου για τις ίδιες.
Επιπολασμός
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι πιο κοινή στις ασιατικές χώρες, ειδικά στην Ανατολική Ασία, όπου περίπου το 70-100% των ανθρώπων εμφανίζουν δυσανεξία. Αντίθετα, χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά δυσανεξίας. Συγκεκριμένα οι πέντε πρώτες χώρες με τα μικρότερα ποσοστά είναι οι Δανία (4%), Ιρλανδία (4%), Σουηδία (7%), Ηνωμένο Βασίλειο (8%) και Νέα Ζηλανδία (10%).
Στην Ελλάδα, των 55% των κατοίκων της χώρας, παρουσιάζει δυσανεξία στη λακτόζη (Procon.org, 2020).

Επίλογος
Παρά την εξέλιξη της κατανάλωσης γάλακτος στο δυτικό κόσμο, στις μέρες μας περίπου το 66% του πληθυσμού του πλανήτη έχει δυσανεξία στη λακτόζη. Μια κατάσταση που είναι εύκολο να ελεγχθεί. Πληθώρα από τεστ είναι διαθέσιμα για την επιβεβαίωση ύπαρξης της δυσανεξίας. Υπάρχουν πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα κατάλληλα για τα άτομα που την παρουσιάζουν. Μέσω συγκεκριμένης διατροφής μπορούν να αντικατασταθούν οι πηγές των γαλακτοκομικών προϊόντων αν αυτό αποτελεί την επιλογή του εξεταζόμενου και να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς περαιτέρω προβλήματα δυσθρεψίας και ενοχλήσεων από την χρήση προϊόντων με λακτόζη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Deng, Y., Misselwitz, B., Dai, N. & Fox, M. (2015). Lactose Intolerance in Adults: Biological Mechanism and Dietary Management. Nutrients, 7(9), pp. 8020-8035.
Procon.org. (2020). “Lactose intorelance by country”. [online], [retrieved: 28 Ιούλη]. Διαθέσιμο στο: https://milk.procon.org/lactose-intolerance-by-country/
Λεοντίου Κωνσταντίνος
Διατροφολόγος-Διαιτολόγος, MSc

